- καλλυντήριος
- -α, -ο (Α καλλυντήριος, -ον) [καλλύνω]ο κατάλληλος να καλλύνει, να ομορφαίνει, ο καλλωπιστικόςνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το καλλυντήριομέρος ή εργαστήριο καλλωπισμούαρχ.(το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Καλλυντήριαεορτή που γινόταν στην Αθήνα από τις 19 ώς τις 25 τού μήνα Θαργηλιώνος προς τιμή τής Πολιάδος Αθηνάς, κατά την οποία έπλεναν και στόλιζαν το άγαλμα τής θεάς.
Dictionary of Greek. 2013.